COASTLINE
Παρακολούθηση του παράκτιου περιβάλλοντος μέσω των Γεωεπιστημών
2024-2027
COASTLINE-Project: 101130576
Coastal Zone Environment and Geo-Sciences
MSCA Staff Exchanges 2022 (HORIZON-MSCA-2022-SE-01)
Duration: 01/01/2024-31/12/2027
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος (GeoSat ReSeArch Lab) δραστηριοποιείται στο χώρο της Γεωπληροφορικής καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα των Γεωφυσικών Ερευνών, των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), της Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης, της Αεροφωτογράφισης και Φωτογραμμετρίας, των Τρισδιάστατων Απεικονίσεων και Μοντελοποίησης του Τοπίου. Έμφαση δίνεται τόσο στο φυσικό όσο και πολιτισμικό περιβάλλον. Το Εργαστήριο διεξάγει βασική και εφαρμοσμένη έρευνα στα παραπάνω ερευνητικά πεδία μέσα από διεθνή, Ευρωπαϊκά και Εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Παράλληλα έχει αναπτύξει ένα πρόγραμμα κατάρτισης και εκπαίδευσης ερευνητών σε εφαρμογές της Γεωφυσικής, Δορυφορικής Tηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών στην αρχαιολογία και τον πολιτισμό ενώ ταυτόχρονα διεξάγει μελέτες για τις διαχρονικές ανθρωπογενείς επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Εφοδιασμένο με τον πιο σύγχρονο γεωφυσικό εξοπλισμό που αφορά στη διερεύνηση στόχων μικρού βάθους και με την ανάπτυξη αλγορίθμων επεξεργασίας γεωφυσικών δεδομένων και εργαλείων χωρικών αναλύσεων και μοντέλων μέσω Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και επεξεργασίας Δορυφορικών εικόνων, το Εργαστήριο προσφέρει ένα πλήρες πακέτο υπηρεσιών σε σχέση με την αποτύπωση επιφανειακών, υπεδάφειων και υποθαλάσσιων στόχων μικρού βάθους, την χαρτογράφηση φυσικών/πολιτισμικών διαθεσίμων, την ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών WEB GIS και την δημιουργία διαδικτυακών βάσεων γεωγραφικών δεδομένων. Το Εργαστήριο έχει προχωρήσει σε πολυάριθμες συνεργασίες με πανεπιστημιακούς και ερευνητικούς φορείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό σε διεθνές επίπεδο και πέρα από τα όρια της Μεσογείου. Οι συνεχείς δράσεις του Εργαστηρίου διαχέονται μέσα από επιστημονικές δημοσιεύσεις, διεθνή συνέδρια και ημερίδες.
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές δραστηριότητες του Εργαστηρίου αναφέρουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες:
COASTLINE-Project: 101130576
Coastal Zone Environment and Geo-Sciences
MSCA Staff Exchanges 2022 (HORIZON-MSCA-2022-SE-01)
Duration: 01/01/2024-31/12/2027
Coordination: IMS/FORTH, Dr. Dimitrios Alexakis
Duration: 01/12/2023 - 30/11/2027
Total budget: 915.000 Euro
International Thematic Network, Ghent University- Partner
Goal: Identify potential sources of the freshwater in coastal zone of Crete.
Objective: Measure and record conductivity (salinity) changes in selected monitoring locations over four years.
**Change log**
for 64bit
Download AutoGR-Toolkit Installer
Download AutoGR-Toolkit (.zip)
for 32bit versions use
Download AutoGR-Toolkit x86 Installer
Download AutoGR-Toolkit x86 (.zip)
AutoGR-Toolkit is a set of modules to improve, facilitate and speedup the process of images georeferencing.
AutoGR-Toolkit, and the embedded tools (GGrab, AutoGR-SIFT, GeoRef-Filtering, GeoTiff-Converter and AutoGR-Photogrammetry) are distributed for free and can be redistributed (free of charge). It is recommended that users download the toolkit directly from this website and subscribe to the dedicated Google Group page for updates and issues support/features requests.
For operational information and application, please have a look at the included HelpFile. Also check regularly for updates (button available in the top menu of all modules) and patches on our website.
A short description of the AutoGR-Toolkit modules:
GGrab:
Allows you to save a georeferenced orthophoto/satellite image (for personal and research purpose) of the area of interest from freely accessible WMS servers.
GGrab and GeoTiff Converter use the Geospatial Data Abstraction Library (GDAL)
AutoGR-SIFT:
Automatically produces ground control points for image georeferencing.
It is based on the automatic image matching in Computer Vision (OpenCV with image matching 'contrib non-free' modules, optimized and compiled from sources) as an implementation of the David Lowe's SIFT algorithm (http://www.cs.ubc.ca/~lowe/keypoints).
GeoRef-Filtering:
AutoGR-SIFT usually produces thousands of points in a few seconds and this module lets you reduce this number to a more manageable one.
GeoTiff-Converter:
It extracts geographical information from a geotiff file and it produces a .jpg/.png/.tif with respective worldfile.
AutoGR-Photogrammetry:
Using the global digital terrain model available online or a DEM provided by the user, this tool provides users with the facilities to extract X, Y and Z coordinates for each location in the world. It also allows to generate Agisoft Metashape, VSFM and sfm_georef points for photogrammetric 3D models georeferencing in complete automation.
Thanks to Gribouillis and pyTony from the Daniweb's Python Forum and all beta-testers for their immeasurable support for the creation of some special functions in this software.
IMS-FORTH provided the facilities and technical support to develop and finalize this set of applications.
OpenCV code and specifically developed scripts derived from that library, have been compiled against Visual Studio 2015 (64 and 32 bit versions).
If you are running Windows Vista or you experience problems executing the program, try installing the Microsoft Visual C++ 2015 Redistributable Package and/or the Windows 10 Universal C Runtime.
If the problem persists, feel free to contact the author of the program (see the email below) for assistance.
In case of problems, requests/wishlist or feedback, feel free to contact the author of AutoGR-Toolkit:
Gianluca Cantoro // gianluca.cantoro [at] gmail.com
Please also consider the dedicated google group for support related issues.
User's manual (pdf 1.8MB)
3DINV is a program for the three-dimensional (3-D) inversion of surface Electrical Resistivity Tomography (ERT) data in order to automatically determine a 3-D resistivity subsurface model. The program performs smoothness constrained (Occam's) inversion in order to address the non-uniqueness of the inverse problem and stabilize the procedure. The subsurface is divided in homogeneous and isotropic hexahedral elements and a 3-D Finite Element Modeling (FEM) routine is employed to calculate the resistivity response of 3-D bodies. The adjoint equation technique has been incorporated into the FEM scheme to calculate the Jacobian matrix. An iterative method (LSMR) is used to update the resistivity model though the inversion iterations.
This work was supported by ArchaeoLandscapes-ArcLand: Europe European multiannual project (2010-2015) - European Commission - Directorate General Education and Culture, Programme « Culture » (2007-2013). 2010-2015
For any problems or remarks on the program contact: Dr. Nikos Papadopoulos // nikos [at] ims.forth.gr
This is a free software (distributed "AS IS") that will allow you to easily create an Excel file for cataloguing photo-sorties trough a windows GUI.
Its name comes from CATAlogue and THUMBnails (BKMF is an internal code and it was the first name of this software).
Given a folder with photos (JPG or NEF), CataThumb creates an XLS file with preview of photos, LatLong coordinate (if stored in the EXIF of the photos), Project name, flight date and keywords.
CataThumb will create also (only if coordinates are available) a KML file with a GPS track and photo previews.
In case of problems, requests/whishlist or feedback, feel free to contact the author of CataThumb: Gianluca Cantoro // gianluca.cantoro [at] gmail.com
Please also consider the dedicated google group for support related issues.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της δορυφορικής τηλεπισκόπησης και των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών έχουν δώσει μία νέα διάσταση στην αρχαιολογική έρευνα και στον τρόπο διαχείρισης πολιτισμικών μνημείων. Από τη μία πλευρά, καινοτομικά δορυφορικά συστήματα απεικόνισης υψηλής χωρικής και φασματικής διακριτικής ανάλυσης, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη χρήση Συστημάτων Παγκόσμιας Πλοήγησης και Εντοπισμού (G.P.S.) υψηλής ακρίβειας και βελτιωμένα συστήματα επεξεργασίας ψηφιακών εικόνων προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες στο έργο της αποτύπωσης των αρχαιολογικών χώρων. Από την άλλη, ο συνδυασμός των παραπάνω πληροφοριών με άλλες βάσεις δεδομένων που προέρχονται από αρχαιολογικές έρευνες, περιβαλλοντικές πληροφορίες και κοινωνικο-οικονομικά μοντέλα προσφέρει πολύτιμα αποτελέσματα όσον αφορά στη χρήση του χώρου στην αρχαιότητα, αλλά και τον τρόπο διαχείρισης των αρχαιολογικών μνημείων.
Τα τελευταία χρόνια, οι δορυφορικές ψηφιακές εικόνες χρησιμοποιούνται ευρέως για την αποτύπωση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, αυξάνοντας τη δυνατότητα συσχέτισης και ταξινόμησης πολυφασματικών πληροφοριών για μεγάλες εκτάσεις. Tα περισσότερα αρχαιολογικά ερευνητικά προγράμματα που χρησιμοποιούν ψηφιακές δορυφορικές εικόνες στοχεύουν κυρίως σε δύο κατευθύνσεις: πρώτον, στην εξαγωγή περιβαλλοντικών πληροφοριών και το συσχετισμό τους με τη θέση των αρχαιολογικών θέσεων και δεύτερον, τη συσχέτιση των φασματικών υπογραφών των αρχαιολογικών θέσεων με την ένταση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας όπως αυτή καταγράφεται από τους πολυφασματικούς δέκτες των δορυφορικών συστημάτων. Mε τον τρόπο αυτό, η Δορυφορική Τηλεπισκόπηση συνιστά μία κατεξοχή μή-καταστροφική τεχνική απόκτησης αρχαιολογικών πληροφοριών χωρίς να απαιτούνται ανασκαφικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή των αρχαιολογικών χώρων.
Ενώ οι δορυφορικές τεχνικές συνεισφέρουν στον εντοπισμό των φυσικών και πολιτισμικών πόρων και την αποτύπωση των περιβαλλοντικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, η διαδικασία διαχείρισης των πόρων αυτών μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά μέσα από τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS). Η εφαρμογή της ψηφιακής επεξεργασίας δορυφορικών εικόνων και η σύνθεση και συσχέτιση των αποτελεσμάτων αυτής μέσω Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών ανοίγει νέους ορίζοντες στην αποτύπωση των αρχαιολογικών θέσεων, την πρόγνωση υποψήφιων περιοχών με πιθανό αρχαιολογικό ενδιαφέρον και τη διαχείριση των αρχαιολογικών θέσεων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν αυξημένες πιέσεις λόγω της αναπτυξιακής δραστηριότητας.
Μία από τις πιο σημαντικές εφαρμογές των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών είναι η εφαρμογή μοντέλων εντοπισμού αρχαιολογικών θέσεων που βασίζεται στην επεξεργασία και στατιστική ανάλυση ψηφιακών εικόνων και περιβαλλοντικών πληροφοριών με στόχο τη διαχείριση των πολιτιστικών μνημείων και τη λήψη αποφάσεων σε αναπτυξιακά έργα. Tα μοντέλα εντοπισμού βασίζονται στην υπόθεση ότι η χωρική κατανομή των αρχαιολογικών θέσεων είναι συνάρτηση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων που έδρασαν στην ευρύτερη περιοχή. Με την αποφυγή περιοχών με αυξημένη πιθανότητα παρουσίας αρχαιολογικών θέσεων εξασφαλίζεται η προστασία των πολιτιστικών μνημείων, προγραμματίζεται ο ρυθμός των αναπτυξιακών έργων και εξοικονομούνται σημαντικοί πόροι.
Η ανάγκη της κατασκευής ενός σύνθετου Γεωγραφικού Συστήματος Διαχείρισης Πολιτιστικών Πληροφοριών, με δυνατότητες χωρικής επεξεργασίας και μοντελοποίησης ψηφιακών εικόνων, απορρέει από την προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων λόγω του ύψους των κονδυλίων που διατίθενται ετησίως για την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα και την τεκμηρίωση αρχαιολογικών χώρων και αξιολόγηση αυτών κατα την διάρκεια κατασκευής και υλοποίησης αναπτυξιακών έργων (π.χ. έργα κατασκευής ή διαπλάτυνσης οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων, κατασκευή φραγμάτων, διεύρυνση οικιστικής ζώνης, εκμετάλλευση παράκτιων εδαφών, κ.α.). Η υιοθέτηση ενός συστήματος G.I.S. συνεπάγεται αναβάθμιση του υπάρχοντος συστήματος τεκμηρίωσης και διαχείρισης, καθώς και των πληροφοριακών συστημάτων και βάσεων δεδομένων, των προτύπων προστασίας και της γενικώτερης στρατηγικής σε επίπεδο κράτους ως προς την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων. Αντίθετα με τα παραδοσιακά συστήματα επεξεργασίας ψηφιακών εικόνων και διαχείρισης βάσεων πληροφοριών, τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών διαθέτουν το πλεονέκτημα της γεωγραφικής ένταξης των πληροφοριών, μέσω της αποτύπωσης, επεξεργασίας, ανάλυσης και αποθήκευσης διαφορετικών επιπέδων πληροφοριών και δημιουργίας ηλεκτρονικών θεματικών χαρτών.
Μέσα από αυτό το συνθετικό πλαίσιο ανάλυσης, τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αρχαιολογική έρευνα με στόχο, εκτός των άλλων, την μοντελοποίηση των προτύπων κατοίκησης, τον εντοπισμό νέων υποψήφιων αρχαιολογικών θέσεων, τη μελέτη της επικοινωνίας και των ορίων επικράτειας των αρχαίων οικισμών και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων (καθορισμός ζωνών εγγύτητας και κόστους). Η δημιουργία ηλεκτρονικών θεματικών αρχαιολογικών χαρτών και γεωγραφικών συστημάτων αρχαιολογικών πληροφοριών, σε συνάρτηση με τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, τις γεωμορφολογικές και κλιματικές αλλαγές και τις πιέσεις που δημιουργούνται από τον χωροταξικό σχεδιασμό, μπορεί να οδηγήσει σε ένα αποτελεσματικό μοντέλο αντιμετώπισης προβλημάτων που αφορούν τη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς. Mε τον τρόπο αυτό, τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών ανάγονται σε ένα εξαιρετικά χρήσιμο και αποτελεσματικό εργαλείο που μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση προβλημάτων που απορρέουν από την ανάγκη προστασίας και διαχείρισης των πολιτιστικών μνημείων υπό την πίεση των σύγχρονων αναπτυξιακών έργων και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που προέρχονται από την ανάγκη ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων και δημιουργίας αρχαιολογικών και περιβαλλοντικών πάρκων.
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής-Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος έχει δραστηριοποιηθεί στους παραπάνω τομείς με ερευνητικά προγράμματα 1) στην Αμοργό (ηλεκτρονικός αρχαιολογικός χάρτης της Αμοργού και μελέτη της επικοινωνίας των πύργων των ιστορικών χρόνων), 2) τη Μαντίνεια (μελέτη του αμυντικού δικτύου της Μαντινικής, Αρκαδία και εντοπισμός νέων φυλακείων γύρω από τον οικισμό της αρχαίας Μαντίνειας), 3) την Ίτανο και την περιοχή του Νομού Λασιθίου (υιοθέτηση των Συστημάτων Παγκόσμιας Πλοήγησης υψηλής ακρίβειας με στόχο την αποτύπωση των αρχαίων μνημείων και τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού αρχαιολογικού χάρτη μέσω των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών), 4) την ευρύτερη περιοχή της Κρήτης (μελέτη των Ιερών Κορυφής με τη μοντελοποίηση της πολιτισμικής τοπογραφίας μέσω των GIS), 5) την Παλαίπαφο (Αρχαιολογικός Άτλαντας Παλαιπάφου) και 6) το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης (Πρόγραμμα EMERIC). Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, μέσω της επεξεργασίας και συσχέτισης διαφορετικών αρχαιολογικών και περιβαλλοντικών μεταβλητών, προσφέρουν νέες δυνατότητες και αναβαθμίζουν τόσο την αρχαιολογική έρευνα όσο και τον τρόπο διαχείρισης των αρχαιολογικών μνημείων.
Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών μας προσφέρουν ένα μοναδικό μέσο αναπαράστασης του αρχαίου περιβάλλοντος και των τάσεων κατοίκησης. Αυτό γίνεται μέσω της μοντελοποίησης της γεωμορφολογίας και υδρολογίας, με την ανάλυση ακτίνας ορατότητας και τη στατιστική ανάλυση και συσχέτιση φυσικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Η προσέγγιση αυτή δεν θα πρέπει σε καμμία περίπτωση να παραμένει στατική, αλλά θα πρέπει να έχει δυνατότητα αλληλεπίδρασης με άλλα συστήματα πληροφοριών μέσω μιας συνεχούς τροφοδότησης και συμπλήρωσης των γεωγραφικών και πολιτισμικών δεδομένων. Η ραγδαία αύξηση των αρχαιολογικών δεδομένων και ερευνών, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε αυτά (ερημοποίηση, διάβρωση του εδάφους, δασικές πυρκαγιές, κ.α.), αλλά και η πίεση που προέρχεται από τις σύγχρονες επεμβάσεις, οδηγούν αναπόφευκτα στην ανάγκη υιοθέτησης των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών ως τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης και προστασίας των πολιτιστικών πόρων.
Αναμφίβολα, τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν μία στροφή που συντελείται τόσο από την πλευρά της αρχαιολογικής έρευνας όσο και από την πλευρά της κοινωνίας προς τη δημιουργία μιας σύγχρονης πολιτισμικής πολιτικής βασισμένης στην τεχνολογία πληροφοριών. Δύο ωστόσο είναι οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν στο άμεσο μέλλον: πρώτον, η εξεύρεση μιας κοινής στρατηγικής ως προς την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων, τη δημιουργία ομοιογενών βάσεων δεδομένων και την τροποποίηση/ενοποίηση των εν λειτουργία συστημάτων διαχείρισης και δεύτερον, η διάχυση των αποτελεσμάτων με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση και βελτίωση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πολιτισμικών Πληροφοριών.
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος εφαρμόζει τεχνικές δορυφορικής τηλεπισκόπησης και επεξεργασίας εικόνας σε τομείς διατήρησης, παρακολούθησης, προστασίας και διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων (φυσικών και πολιτιστικών).
Παρεχόμενες Υπηρεσίες
Τεχνική Υποστήριξη
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος είναι εφοδιασμένο με σύχρονα συστήματα επεξεργασίας δορυφορικών εικόνων και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Ψηφιοποιητές και σαρωτές, καθώς και 2 σταθμοί εργασίας ενισχύουν την τεχνική υποδομή του εργαστηρίου. Συστήματα GPS και σύχρονα όργανα γεωφυσικών διασκοπήσεων χρησιμοποιούνται επίσης όπου υπάρχει ανάγκη για μία ολοκληρωμένη προσέγγιση των ερευνών. Το Εργαστήριο δίνει έμφαση σε προγράμματα που αφορούν τον εντοπισμό και την διαχείρηση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων.
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών (Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας) πραγματοποιεί γεωφυσικές διασκοπήσεις αρχαιολογικών χώρων με σκοπό την καθοδήγηση των ανασκαφικών δραστηριοτήτων. Τόσο οι γεωφυσικές διασκοπήσεις όσο και η δορυφορική τηλεπισκόπηση συνεισφέρουν στο έργο της διαχείρισης των αρχαιολογικών μνημείων, την χαρτογράφηση του υπεδάφους των αρχαιολογικών χώρων και την καλύτερη αξιοποίηση του περιβάλλοντος.
Οι γεωφυσικές έρευνες αρχαιολογικών χώρων περιλαμβάνουν μαγνητικές, ηλεκτρικές, σεισμικές και βαρυτικές τεχνικές. Το υπεδάφειο ραντάρ (G.P.R.) και η ηλεκτρική τομογραφία χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για την κάθετη ανάλυση της στρωματογραφίας του υπεδάφους. Άλλες τεχνικές όπως η μέτρηση της μαγνητικής επιδεκτικότητας του εδάφους, η περιεκτικότητα φωσφόρου, χημικές αναλύσεις κ.α. εφαρμόζονται για τον διαχωρισμό και οριοθέτηση των περιοχών με εργαστηριακή και κτηνοτροφική δραστηριότητα.
Η εφαρμογή των ανωτέρω τεχνικών αποσκοπεί στην χαρτογράφηση του υπεδάφους (σε μικρό βάθος, έως 2-4m από την επιφάνεια του εδάφους κατα περίπτωση και μέθοδο, ενώ άλλες τεχνικές επιτρέπουν την έρευνα σε μεγαλύτερα βάθη).
Παρεχόμενες Υπηρεσίες
Σε μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα, οι γεωφυσικές διασκοπήσεις αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για την ανάδειξη και τη διαχείριση αρχαιολογικών θέσεων, ενώ η χρήση αεροφωτογραφιών και δορυφορικών τηλεπισκοπικών απεικονίσεων (ψηφιακής μορφής) βοηθάει στον εντοπισμό και την οριοθέτηση περιοχών με πιθανό αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Η χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) σε συνδυασμό με τις επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες στοχεύει στην καλύτερη διαχείριση των αρχαιολογικών πληροφοριών σε συνδυασμό με άλλες γεωγραφικά ενταγμένες πληροφορίες ή μετρήσεις.
Προγραμματισμός Ερευνών
Ένα πρόγραμμα γεωφυσικών διασκοπήσεων αποτελείται από το στάδιο εργασιών υπαίθρου (περίπου μίας εβδομάδας για μία έκταση μεγαλύτερη των 5-8 στρεμμάτων) και το στάδιο της επεξεργασίας - ερμηνείας. Στις εργασίες υπαίθρου γίνονται μετρήσεις σε συγκεκριμένες περιοχές που υποδεικνύονται με την συνεργασία του επιβλέποντος φορέα.
Οι δυνατότητες της τεχνικής υποδομής του εργαστηρίου περιλαμβάνουν τη χαρτογραφήση μεγάλων εκτάσεων, με πυκνό δίκτυο δειγματοληψίας. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να εντοπισθούν με ακρίβεια κτιριακά λείψανα, τοιχοδομές, φούρνοι, εστίες, δρόμοι, λάκοι, οχυρωματικοί τάφροι, κ.α., να υπολογισθεί το βάθος τους και σε ορισμένες περιπτώσεις να επαληθευτούν τα διαδοχικά στρώματα κατοίκησης. Έτσι, μετά από επεξεργασία των γεωφυσικών μετρήσεων παράγονται γεωφυσικοί χάρτες οι οποίοι βοηθούν το ανασκαφικό έργο, αφού δίνουν συντεταγμένες υποψήφιων υπεδάφειων στόχων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Κατά το στάδιο της επεξεργασίας γίνεται η καταχώρηση και επαλήθευση των δεδομένων, η εφαρμογή μαθηματικών φίλτρων, η οριοθέτηση και σχεδίαση των γεωφυσικών καννάβων, τεχνικές χαρτογράφησης, κ.α. Η τελική έκθεση (μέ έγχρωμους χάρτες, συνδυασμό τοπογραφικών και γεωφυσικών δεδομένων, κ.α.) παραδίδεται συνήθως σε διάστημα 3-6 μηνών από το πέρας των εργασιών υπαίθρου (ή ακόμα και πιο σύντομα) ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, μία πρωταρχική επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να πραγματοποιηθεί και κατά την διάρκεια των εργασιών υπαίθρου με άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά την ερμηνεία των γεωφυσικών μετρήσεων.
Συνεργασίες
Το Eργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος έχει πραγματοποιήσει διάφορα ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Ουγγαρία, κ.α. προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε αρχαιολογικές Εφορείες και πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Στα πλαίσια των ερευνητικών προγραμμάτων διεξάγεται επίσης η εκπαίδευση φοιτητών και αρχαιολόγων μέσω διαλέξεων και υπαίθριων μετρήσεων.
Μεθοδολογία
Ηλεκτρικές Μέθοδοι Γεωφυσικής Διασκόπησης
Μία από τις γεωφυσικές τεχνικές που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην διασκόπηση και στον εντοπισμό "ρηχών δομών" είναι η ηλεκτρική μέθοδος γεωφυσικής διασκόπησης, η οποία είναι επίσης γνωστή και ως "μέθοδος συνεχούς ρεύματος". Σκοπός της μεθόδου αυτής αποτελεί ο καθορισμός της κατανομής της ηλεκτρικής αντίστασης του υπεδάφους, δηλαδή της γεωηλεκτρικής δομής αυτού, πραγματοποιώντας μετρήσεις στην επιφάνεια της Γης.
Για τον σκοπό αυτό εισάγεται στο υπέδαφος ηλεκτρικό ρεύμα μέσω δύο ηλεκτροδίων και μετριέται η διαφορά δυναμικού που προκαλείται από το εισερχόμενο στο υπέδαφος ρεύμα, σε δύο άλλα ηλεκτρόδια. Η μετρούμενη διαφορά δυναμικού αντικατοπτρίζει την δυσκολία με την οποία το ηλεκτρικό ρεύμα ρέει στο υπέδαφος, δίνοντας έτσι μία ένδειξη για την ηλεκτρική αντίσταση του εδάφους. Στην εικόνα 1 φαίνεται μία τυπική διάταξη των τεσσάρων ηλεκτροδίων Α, Β (ηλεκτρόδια ρεύματος) και Μ, Ν (ηλεκτρόδια δυναμικού).
Η μέθοδος της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Υδρογεωλογία, για τον εντοπισμό υδροφόρων στρωμάτων, στην Τεχνική Γεωλογία για την εύρεση του μητρικού πετρώματος και εγκοίλων και τον καθορισμό των υδραυλικών χαρακτηριστικών του υπεδάφους κ.λ.π., για περιβαλλοντικούς σκοπούς στον προσδιορισμό της ζώνης μόλυνσης σε υδροφόρα στρώματα, στην αναζήτηση γεωθερμικών πεδίων και μεταλλευμάτων και στην αρχαιομετρία.
Η αντίσταση του εδάφους εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων όπως είναι οι υδρολογικές - υδρογεωλογικές συνθήκες, η χημική σύσταση του νερού, τα ιόντα που είναι διαλυμένα σε αυτό, το πορώδες των σχηματισμών, οι πιθανές διαρρήξεις και διακλάσεις, η θερμοκρασία και η πίεση, καθώς και οι τοπογραφικές μεταβολές.
Η ειδική αντίσταση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι οποίοι μεταβάλλονται εύκολα. Δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα συγκεκριμένων λιθολογικών τύπων, καθώς η διακύμανση αυτής μπορεί να παρουσιάζει μεγάλο εύρος στον ίδιο λιθολογικό τύπο. Επίσης δύο τελείως διαφορετικοί σχηματισμοί μπορεί να έχουν παρόμοιες ειδικές αντιστάσεις. Για τους λόγους αυτούς η ερμηνεία των μετρήσεων της ειδικής αντίστασης πρέπει να γίνεται με προσοχή και σε συνδυασμό πάντα με τις γεωλογικές πληροφορίες της περιοχής μελέτης (γεωλογικοί χάρτες, γεωτρήσεις).
Η διαδικασία λήψης των μετρήσεων στηρίζεται στην χρησιμοποίηση τεσσάρων ηλεκτροδίων, δύο για την εισαγωγή ρεύματος και δύο για την μέτρηση της διαφοράς δυναμικού, τα οποία εισέρχονται στο έδαφος σε βάθος μερικών εκατοστών (~ 10 cm) και σε αποστάσεις που ποικίλουν από μερικά έως μερικές εκατοντάδες μέτρα.
Επειδή η Γη είναι ανομοιογενής και ανισότροπη η μετρούμενη ηλεκτρική αντίσταση είναι συνάρτηση της γεωηλεκτρικής δομής του υπεδάφους και της γεωμετρικής διάταξης των ηλεκτροδίων. Για τον λόγο αυτό εισάγεται ο όρος της φαινόμενης ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι διάταξης των τεσσάρων ηλεκτροδίων στην επιφάνεια του εδάφους, οι οποίοι φαίνονται στην εικόνα 2. Για κάθε προτεινόμενη διάταξη έχουν βρεθεί σχετικά θεωρητικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Μέθοδοι Έρευνας
Βυθοσκοπήσεις: Με την εφαρμογή των βυθοσκοπήσεων γίνεται προσπάθεια να ερευνηθεί η κατανομή της ειδικής αντίστασης με το βάθος. Η όλη διαδικασία στηρίζεται στο γεγονός ότι το υπέδαφος θεωρείται ότι έχει οριζόντια στρωματογραφία, δηλαδή αποτελείται από διακριτά, οριζόντια, ομογενή και ισότροπα στρώματα. Στην περίπτωση των βυθοσκοπήσεων χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά η μέθοδος Schlumberger. Κλασσικό πεδίο εφαρμογής της μεθόδου αυτής αποτελεί η έρευνα για τον εντοπισμό υδροφόρων στρωμάτων.
Λαμβάνονται μία σειρά μετρήσεων με συνεχώς αυξανόμενες τις αποστάσεις των ηλεκτροδίων ρεύματος (τα ηλεκτρόδια δυναμικού παραμένουν σταθερά). Με την συνεχή αύξηση των ηλεκτροδίων ρεύματος αυξάνεται και το βάθος διείσδυσης του ρεύματος. Με τον τρόπο αυτό μετριέται η κατακόρυφη κατανομή της ειδικής αντίστασης σε μία στήλη κάτω από το κέντρο της διάταξης.
Οριζοντιογραφίες: Χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό πλευρικών μεταβολών της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης. Αντίθετα με τις βυθοσκοπήσεις, οι αποστάσεις των ηλεκτροδίων παραμένουν σταθερές και οι μετρήσεις λαμβάνονται μετακινώντας πλευρικά την διάταξη των ηλεκτροδίων με σταθερό βήμα. Με τον τρόπο αυτό χαρτογραφούνται μεταβολές της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης σε σταθερό βάθος. Κυρίως χρησιμοποιούνται οι διατάξεις Wenner, Διπόλου - Διπόλου και Πόλου - Διπόλου. Οι οριζοντιογραφίες αποτελούν κλασσικές μεθόδους χαρτογράφησης των αρχαιολογικών θέσεων.
Ειδικότερα στην αρχαιομετρία χρησιμοποιείται η διάταξη του Διπλού Ηλεκτροδίου (Twin Probe Array) λόγω της εύκολης ερμηνείας των δεδομένων, της ταχύτητας κάλυψης του χώρου και της σχετικά καλής χωρικής διακριτικότητας της μεθόδου. Η μέθοδος της διπλής διάταξης χρησιμοποιεί δύο ακίνητα απομακρυσμένα ηλεκτρόδια (ένα για το ρεύμα και ένα για το δυναμικό), που βρίσκονται σε απόσταση ίση με το 30% της απόστασης των κινητών ηλεκτροδίων, από την εκάστοτε περιοχή έρευνας (π.χ. σε απόσταση 15 μέτρων για απόσταση κινητών ηλεκτροδίων ίση με 0.5 μέτρο). Τα κινητά ηλεκτρόδια (ένα για το ρεύμα και ένα για το δυναμικό) κινούνται ταυτόχρονα και με σταθερό βήμα δειγματοληψίας εντός της υπό εξέτασης περιοχής. Η χωρική διακριτική ικανότητα της διάταξης είναι της τάξης του 1.0α, ενώ το βάθος ανίχνευσης δύναται να φθάσει το 1.0 - 2.0α, όπου α είναι το άνοιγμα των κινητών ηλεκτροδίων. Η ακρίβεια των μετρήσεων είναι της τάξης των1 - 0.1 Ω. Στην εικόνα 3 φαίνεται η διάταξη του Διπλού Ηλεκτροδίου όπως αυτή χρησιμοποιείται κατά τις υπαίθριες μετρήσεις.
Τομογραφίες (Δισδιάστατη διασκόπηση): Η δισδιάστατη διάταξη μέτρησης επιτρέπει τη συλλογή δεδομένων τα οποία εμπεριέχουν πληροφορίες τόσο για την οριζόντια όσο και για την κατακόρυφη μεταβολή της αντίστασης. Αυτού του τύπου οι μετρήσεις είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν για την ποσοτική ερμηνεία θαμμένων δομών (προσδιορισμός βάθους, μεγέθους, σχήματος της δομής) και έχουν χρησιμοποιηθεί στην αρχαιολογική έρευνα.
Οι δισδιάστατες γεωηλεκτρικές διασκοπήσεις έχουν εξελιχθεί για τις απαιτήσεις ερευνών μεγάλης κλίμακας: μια σειρά από ηλεκτρόδια τοποθετούνται στην επιφάνεια του εδάφους και μέσο ενός πολύκλωνου καλωδίου και ενός συστήματος πολυπλεξίας λαμβάνονται αυτόματα μετρήσεις οδεύσεως πάνω από την περιοχή ενδιαφέροντος με συνεχώς αυξανόμενες αποστάσεις ηλεκτροδίων.
Αυτού του τύπου τα δεδομένα είναι δύσκολο να ερμηνευτούν απ' ευθείας. Απαιτείται επεξεργασία των δεδομένων με τους λεγόμενους αλγόριθμους μη-γραμμικής δισδιάστατης αντιστροφής. Στην εικόνα 4 παρουσιάζεται ένα παράδειγμα από εικόνα δυσδιάστατης αντιστροφής πάνω από τοίχο.
Πρέπει να τονιστεί ότι οι τομές αυτού του τύπου, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασιών υπαίθρου που παρουσιάζουν, μετρούνται συνήθως επιλεκτικά σε περιοχές που παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον.
Βαρυτικές και Μαγνητικές Μέθοδοι Γεωφυσικής Διασκόπησης
Γενικά
Οι βαρυτικές και μαγνητικές μέθοδοι γεωφυσικής διασκόπησης αποτελούν από τις πρώτες χρησιμοποιούμενες μεθόδους στον εντοπισμό υπεδάφιων δομών. Η σχετικά εύκολη διαδικασία και ταχύτητα λήψης των δεδομένων σε συνδυασμό με το μικρό κόστος που παρουσιάζουν σε σχέση με άλλες μεθόδους (π.χ. σεισμική ανάκλαση) τις καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλείς γεωφυσικές μεθόδους.
Όπως αναφέρει και το όνομά τους, κάνοντας χρήση αυτών των μεθόδων, γίνεται προσπάθεια να μετρηθούν δύο δυναμικά πεδία, το βαρυτικό και το μαγνητικό. Για το λόγο αυτό οι μέθοδοι αυτές είναι κυρίως γνωστές ως "μέθοδοι πεδίων δυναμικού". Υπάρχουν περιπτώσεις που αυτές οι δύο μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα, καθώς η μετάβαση από το ένα πεδίο στο άλλο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της σχέσης Poisson. Η σχέση Poisson συνδέει το βαρυτικό και το μαγνητικό δυναμικό που προκαλεί ένα σώμα εφ΄ όσον θεωρηθεί ότι η κατανομή της πυκνότητας και της μαγνήτισης κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλο τον όγκο του. Επίσης πολλές από τις εφαρμοζόμενες τεχνικές επεξεργασίας των συλλεχθέντων δεδομένων είναι κοινές και στις δύο μεθόδους.
Μαγνητικές Διασκοπήσεις
Οι μαγνητικές διασκοπήσεις έχουν στόχο την ανίχνευση της αλλαγής των μαγνητικών ιδιοτήτων του υπεδάφους λόγω της παρουσίας δομών που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Κατά την διεξαγωγή μιας μαγνητικής διασκόπησης μετριέται το τοπικό μαγνητικό πεδίο της γης σε κάποια απόσταση από την επιφάνεια αυτής. Το ύψος που μπορεί να πραγματοποιηθεί μία μαγνητική διασκόπηση κυμαίνεται από 0.5 μέτρο, στην περίπτωση εντοπισμού θαμμένων αρχαιοτήτων, έως και μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από το τοπογραφικό ανάγλυφο μιας περιοχής, στην περίπτωση εντοπισμού ανωμαλιών που σχετίζονται με την γεωλογία της περιοχής.
Για την μέτρηση του μαγνητικού πεδίου χρησιμοποιούνται συνήθως μαγνητόμετρα μέτρησης της ολικής έντασης του μαγνητικού πεδίου (πρωτονιακά μαγνητόμετρα) ή διαφορικά μαγνητόμετρα (πρωτονιακά ή ροής), τα οποία μετρούν την κατακόρυφη βαθμίδα του μαγνητικού πεδίου. Η ακρίβεια που παρουσιάζουν αυτά τα όργανα είναι της τάξης του 0.1 - 1 nT. Στην περίπτωση εντοπισμού αρχαιολογικών λειψάνων οι μετρήσεις λαμβάνονται με ένα σταθερό βήμα δειγματοληψίας σε ορθογώνιους καννάβους, μικρών σχετικά διαστάσεων (10x10 ή 20x20), τοποθετώντας τον αισθητήρα (ή μετρητή) σε μία σταθερή και μικρή απόσταση από την επιφάνεια της γης.
Υπεδάφειοι στόχοι με μαγνητικές ιδιότητες διαφορετικές από αυτές του περιβάλλοντος αλλάζουν κατά μικρό ή μεγάλο βαθμό το τοπικό μαγνητικό πεδίο. Η παραμόρφωση αυτή του μαγνητικού πεδίου παρατηρείται σαν "ανωμαλία" στις μετρήσεις. Οι ανωμαλίες αυτές μπορεί να οφείλονται σε διαφορετικά αίτια και διαφοροποιούνται βάση της έντασης του μαγνητικού πεδίου και του γεωμετρικού σχήματος αυτών. Τάφροι, εστίες καύσης, φούρνοι, αρχιτεκτονικές δομές ή συγκεντρώσεις οργανικού υλικού μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρές μαγνητικές ανωμαλίες. Οι μαγνητικές ανωμαλίες εξαρτώνται τόσο από την διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου της γης όσο και από την διεύθυνση της μαγνήτισης. Για τον λόγο αυτό οι μαγνητικές ανωμαλίες είναι κυρίως διπολικού χαρακτήρα.
Οι μαγνητικές ανωμαλίες σχετίζονται άμεσα με την μαγνητική επιδεκτικότητα του εδάφους. Περιοχές με αυξημένη μαγνητική επιδεκτικότητα (πάντα σε σχέση με το περιβάλλον) εμφανίζονται ως θετικές μαγνητικές ανωμαλίες ενώ αντίθετα περιοχές με μειωμένη μαγνητική επιδεκτικότητα παρουσιάζονται ως αρνητικές ανωμαλίες. Και τα δύο αυτά είδη μαγνητικών ανωμαλιών παρουσιάζουν ενδιαφέρον στην διαδικασία ερμηνείας των μαγνητικών δεδομένων.
Γενικά η ύπαρξη αρχαιολογικών ερειπίων στο υπέδαφος συνοδευόμενη συνήθως από μία αύξηση της μαγνητικής επιδεκτικότητας στο υπέδαφος, προκαλεί ένα ασθενές μαγνητικό πεδίο το οποίο μεταβάλλει το τοπικό μαγνητικό πεδίο της γης. Τα πυρηνικά μαγνητόμετρα μετρούν την συνισταμένη του ασθενούς τοπικού μαγνητικού πεδίου και του πιο ισχυρού γήiνου μαγνητικού πεδίου. Τα διαφορικά μαγνητόμετρα (μαγνητόμετρα ροής) μετρούν την κάθετη ή την οριζόντια συνιστώσα του μαγνητικού πεδίου. Τα δύο αυτά είδη μαγνητομέτρων αποτελούν τα πιο αποτελεσματικά όργανα μέτρησης του τοπικού μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών αυτού λόγω παρουσία ανθρωπογενών λειψάνων.
Γενικά η μεταβολή του τοπικού μαγνητικού πεδίου λόγω της ύπαρξης υπεδάφειων αρχαιολογικών λειψάνων είναι σχετικά μικρή, εξαιτίας της ασθενούς παραμένουσας μαγνήτισης. Η μεταβολή αυτή αυξάνεται με την αύξηση της μαγνητικής επιδεκτικότητας των αρχαιολογικών στόχων (φαινόμενα καύσης, πυκνότητα σε σιδηρούχα συστατικά κ.α.) Τα όργανα τα οποία απαιτούνται για τον εντοπισμό αρχαιολογικών ερειπίων πρέπει να έχουν υψηλή ακρίβεια, μεγάλη ευαισθησία και αξιοπιστία μετρήσεων. Τα όργανα αυτά μετρούν το μαγνητικό πεδίο με μία ακρίβεια της τάξεως των 0.1 - 1 nT (δηλαδή 0.1 - 1 x 10-9 T). Ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια, της τάξεως του pT (0.001 - 0.01 nT) είναι εφικτή με τα μαγνητόμετρα Καισίου, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος εισαγωγής αυξημένων επιπέδων εξωτερικού θορύβου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το μαγνητικό πεδίο της γης δεν είναι στάσιμο αλλά μεταβάλλεται με τον χρόνο. Από όλες τις μεταβολές του μαγνητικού πεδίου αυτή που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η ημερήσια μεταβολή. Οι παροδικές αυτές μεταβολές επηρεάζουν τις μαγνητικές μετρήσεις υπαίθρου και δεν είναι προβλέψιμες.
Υπό κανονικές συνθήκες, η ένταση του μαγνητικού πεδίου παρουσιάζει διακυμάνσεις της τάξεως των 50 - 100 nT. Στις περιπτώσεις των μαγνητικών καταιγίδων το μαγνητικό πεδίο παρουσιάζεται πιο ενεργητικό και οι αλλαγές που εντοπίζονται είναι της τάξεως των 100 - 500 nT. Για τον λόγο αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη της παρακολούθησης της αλλαγής του μαγνητικού πεδίου καθ' όλο το διάστημα των μαγνητικών διασκοπήσεων, χρησιμοποιώντας ένα δεύτερο μαγνητόμετρο ολικής έντασης. Η χρήση διαφορικών μαγνητομέτρων έχει το πλεονέκτημα της εξαλείψεις των δραστικών αλλαγών του μαγνητικού πεδίου, καθώς και της άμβλυνσης των γεωλογικών επιδράσεων.
Βαρυτικές Διασκοπήσεις
Αντικειμενικός σκοπός των μεθόδων βαρυτικής διασκόπησης είναι ο καθορισμός των μεταβολών της πυκνότητας του υπεδάφους πραγματοποιώντας μετρήσεις της έντασης του πεδίου βαρύτητας στην επιφάνεια της γης. Δηλαδή στη βαρυτομετρία γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν δομές που παρουσιάζουν αντίθεση πυκνότητας (είτε θετική είτε αρνητική) με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Οι μέθοδοι αυτές στηρίζονται στο νόμο της παγκόσμιας έλξης (βαρύτητας) του Νεύτωνα, ο οποίος καθορίζει την ελκτική δύναμη που ασκείται μεταξύ δύο σωμάτων ορισμένης μάζας, που βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους.
Τα σύγχρονα όργανα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του πεδίου βαρύτητας ονομάζονται βαρυτόμετρα. Η αρχή λειτουργίας των βαρυτομέτρων στηρίζεται στην ύπαρξη ενός ελατηρίου, στην άκρη του οποίου βρίσκεται κρεμασμένο ένα σώμα ορισμένης μάζας. Στα σημερινά βαρυτόμετρα γίνεται χρήση των λεγόμενων ελατηρίων «μηδενικού μήκους», στα οποία μία αρχική δύναμη συγκρατεί τις σπείρες του ελατηρίου σε επαφή.
Τα βαρυτόμετρα είναι όργανα ιδιαίτερα ευαίσθητα καθώς επηρεάζονται από τις μεταβολές της πίεσης και της θερμοκρασίας. Για τον λόγο αυτό τα βαρυτόμετρα τοποθετούνται μέσα σε θήκες, όπου η θερμοκρασία και η πίεση διατηρούνται σταθερές με διάφορες τεχνικές. Επίσης ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις μεταβολές των ελαστικών ιδιοτήτων των ελατηρίων, η αποφυγή των οποίων όμως είναι πολλές φορές δύσκολη, καθώς δεν μπορούν εύκολα να προβλεφθούν.
Για την πραγματοποίηση των μετρήσεων βαρύτητας σε μία περιοχή, πρέπει πρώτα να οριστεί ένας σταθμός βάσης και ένα δίκτυο άλλων σημείων που αποτελούν ένα κανονικό κάνναβο ή ισαπέχουν σε μία τομή. Στη συνέχεια οι μετρούμενες τιμές του πεδίου βαρύτητας, πριν υποστούν οποιαδήποτε επεξεργασία και ερμηνευτούν, θα πρέπει να υποστούν τις κατάλληλες αναγωγές και διορθώσεις (αναγωγή στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, αναγωγή στο ίδιο υψόμετρο, αναγωγή Bouguer, τοπογραφική αναγωγή).
Το πλεονέκτημα που παρουσιάζουν αυτές οι μέθοδοι, ως προς την ερμηνεία τους, σε σχέση πάντα με τις μαγνητικές μεθόδους, αποτελεί το γεγονός ότι οι παρατηρούμενες ανωμαλίες είναι μονοπολικές, δηλαδή μεγιστοποιούνται ή ελαχιστοποιούνται ακριβώς πάνω από την υπεδάφια δομή που προκαλεί το ανώμαλο βαρυτικό πεδίο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι βαρυτικές ανωμαλίες εξαρτώνται μόνο από την κατανομή της πυκνότητας της δομής. Αντίθετα οι μαγνητικές ανωμαλίες εξαρτώνται εκτός από την κατανομή της μαγνήτισης και από την διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου της γης και γι΄ αυτό εμφανίζονται πολλές φορές με διπολική μορφή.
Η Μέθοδος του Υπεδάφιου Radar (ή Γεωραντάρ)
Η λέξη RADAR προέρχεται από τα αρχικά RAdio Detecting And Ranging. Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υψηλής συχνότητας.
Η μέθοδος του υπεδάφιου Radar (Ground Penetrating Radar - G.P.R.) παρουσιάζει την ίδια αρχή λειτουργίας με την μέθοδο της σεισμικής ανάκλασης. Πρόκειται για μία ηλεκτρομαγνητική γεωφυσική τεχνική που βρίσκει εφαρμογή στην χαρτογράφηση των στρωμάτων σε εδάφη και πετρώματα και στον εντοπισμό υπόγειων δομών, στηριζόμενη στις διαφορές των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των υλικών. Η εφαρμογή της μεθόδου ξεκίνησε αρχικά το 1956, αλλά η μεγάλη ώθηση της μεθόδου δόθηκε μετά το 1970 κυρίως λόγω της αλματώδους εξέλιξης των ηλεκτρονικών υπολογιστών κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μία σειρά από εφαρμογές όπως είναι η χαρτογράφηση του βάθους του υποβάθρου, ο καθορισμός του πάχους των στρωμάτων και το βάθος του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, ο εντοπισμός φυσικών και τεχνητών εγκοίλων στο υπέδαφος, η ανίχνευση των αλλαγών της σύστασης των πετρωμάτων, ο εντοπισμός ρωγμών του υποβάθρου. Ιδιαίτερη εφαρμογή της μεθόδου πραγματοποιείται στην Αρχαιομετρία για τον εντοπισμό θαμμένων αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών λειψάνων.
Η βασική αρχή της μεθόδου στηρίζεται στην εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, υψηλής συχνότητας, στο υπέδαφος και στην καταγραφή των επιστρεφομένων κυμάτων. Η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που διαδίδεται στο υπέδαφος εξαρτάται από τις ηλεκτρικές ιδιότητές του, δηλαδή την διηλεκτρική σταθερά και την αγωγιμότητα. Βασικά, η μέθοδος στηρίζεται κυρίως στην καταγραφή των ανακλωμένων κυμάτων σε επιφάνειες που παρουσιάζουν διαφορετικές ηλεκτρικές ιδιότητες.
Όπως αναφέρθηκε η αρχή λειτουργίας της μεθόδου G.P.R. (γεωραντάρ) παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή της μεθόδου της σεισμικής ανάκλασης. Ένας ηλεκτρομαγνητικός παλμός υψηλής συχνότητας και μικρής διάρκειας παράγεται και διοχετεύεται στο έδαφος. Ο παλμός (το σήμα) διαδίδεται και διαχέεται στα υλικά που συνιστούν το υπέδαφος και η πορεία του εξαρτάται από τις ιδιότητες των περιβαλλόντων υλικών. Ένα μέρος της ενέργειας του παλμού ανακλάται στην διαχωριστική επιφάνεια υλικών με διαφορετικές ιδιότητες και καταγράφεται σε έναν δέκτη, ο οποίος βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους, ενώ η υπολειπόμενη ενέργεια του παλμού διοχετεύεται σε βαθύτερα επίπεδα.
Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ του εκπεμπόμενου και λαμβανόμενου παλμού εξαρτάται από την ταχύτητα διάδοσης κατά μήκος της διαδρομής που αυτός ακολούθησε. Ο χρόνος αυτός μπορεί να μετρηθεί και αν η ταχύτητα διάδοσης του ηλεκτρομαγνητικού κύματος είναι γνωστή μπορεί να υπολογιστεί το βάθος του ανακλαστήρα. Στα περισσότερα γεωλογικά υλικά η αγωγιμότητα και η διηλεκτρική σταθερά (σχετική διαπερατότητα) είναι οι παράμετροι που κυρίως επηρεάζουν τον παλμό. Επιπλέον η απορρόφηση του σήματος εξαρτάται από την συχνότητα της κεραίας, την αγωγιμότητα και την διηλεκτρική σταθερά.
Το μέγιστο βάθος για το οποίο μπορεί να δώσει πληροφορίες η μέθοδος του Γεωραντάρ εξαρτάται κυρίως από την απορρόφηση των ηλεκτρομαγνητικών (ΗΜ) κυμάτων. Η απορρόφηση αυξάνει με την συχνότητα και κατά συνέπεια όσο χαμηλότερη συχνότητα χρησιμοποιείται τόσο βαθύτερα "βλέπει" η μέθοδος. Πρέπει όμως να λαμβάνεται υπόψιν ότι η διακριτική ικανότητα μειώνεται με την αύξηση της συχνότητας. Για παράδειγμα συστήματα G.P.R. που λειτουργούν σε εύρος 25-50 Mhz μπορεί να διερευνήσουν βάθη που υπερβαίνουν τα 50 μέτρα σε εδάφη με χαμηλή αγωγιμότητα (μικρότερη από 1ns/m) όπως άμμος, χαλίκια.
Οι καταγραφές Radar (ραδιογράμματα) τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη κατ΄ αναλογία με τις σεισμικές αναγραφές. Δημιουργείται έτσι μία τομή η οποία προσομοιάζει την αληθινή ηλεκτρική τομή του υπεδάφους, δηλαδή της αποτύπωσης των ηλεκτρικών ιδιοτήτων του με το βάθος.
Το Εργαστήριο Γεωφυσικής Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντοςαναλαμβάνει την ανάλυση βιολογικών υπολειμμάτων από αρχαιολογικές ανασκαφές, στοχεύοντας στην ανασύσταση του αρχαίου περιβάλλοντος. Τέτοιου είδους αναλύσεις οδηγούν στην καλύτερη κατανόηση των περιβαλλοντικών και οικονομικών παραμέτρων, οι οποίες επέδρασαν στην ανθρώπινη δραστηριότητα και συμπεριφορά στο παρελθόν. Φωτίζουν επίσης όψεις της κοινωνικής συμπεριφοράς που σχετίζονται με την πρόσκτηση, διαχείριση και κατανάλωση της τροφής και διαφόρων βιολογικών πρώτων υλών.
Μέσα από την ανεύρεση και συλλογή μιας ποικιλίας βιο-αρχαιολογικών υπολειμμάτων, και της λεπτομερούς αναγνώρισης και καταγραφής ζωικών καταλοίπων (οστά θηλαστικών και ψαριών), το εργαστήριο συμβάλει στην ανασύσταση αρχαιολογικών τοπίων και στην διαχείριση αρχαιολογικών θέσεων. Επιπλέον, η διερεύνηση και μελέτη των αρχαίων οικοσυστημάτων οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση της περιβαλλοντικής διαχείρισης.
Σ΄ ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης διαφόρων όψεων της καθημερινής ζωής όπως η κτηνοτροφία, η γεωργία, η αλιεία και η διατροφή, αναλύσεις που φωτίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων με το περιβάλλον τους στο παρελθόν, επιτελούν μια ουσιώδη λειτουργία. Παρέχουν παραδείγματα εφαρμοσμένων αειφορικών μεθόδων διαχείρισης των φυσικών πόρων και τονίζουν την ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων γεωγραφικά, μικρής κλίμακας κοινωνιών.
Ζωο-αρχαιολογία, είναι ο κλάδος της αρχαιολογίας που εξετάζει τις σχέσεις ανθρώπων και ζώων στην αρχαιότητα. Βασίζεται στην μελέτη οστών ζώων που συλλέγονται κατά την ανασκαφή. Επίσης χρησιμοποιεί άλλα δεδομένα, όπως τέχνεργα, γραπτές πηγές, αναπαραστάσεις στη τέχνη κ.τ.λ.
Τα υπολείμματα ζώων είναι πολύ κοινά ευρήματα σε αρχαιολογικές ανασκαφές, και συχνά αποτελούν εύγλωττους μάρτυρες καθημερινών οικονομικών συνθηκών και δραστηριοτήτων που παρήλθαν, χωρίς ν΄ αφήσουν άλλα εμφανή ίχνη.
Η ζωο-αρχαιολογική έρευνα ακολουθεί τρία στάδια:
Κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής ανασκαφής, συλλέγονται πολλά ζωικά κατάλοιπα, μεταξύ των οποίων και οστά θηλαστικών, ψαριών και πουλιών. Η συλλογή με το χέρι, το ξηρό κοσκίνισμά και η επίπλευση είναι μερικές από τις τεχνικές συλλογής που χρησιμοποιούνται, οδηγώντας η καθεμιά σε περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική αποκάλυψη.
Κάθε κόκαλο ζώου που αποκαλύπτεται κατά την ανασκαφή φέρει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία του ζώου, καθώς και με τη διαχείριση των ζώντων ζώων και των σφάγιων. Οι πληροφορίες που εξάγονται από τα οστά αφορούν το ανατομικό μέρος που αντιπροσωπεύουν, το είδος του ζώου απ΄ το οποίο προέρχονται, το φύλο και την ηλικία του καθώς και τον βαθμό θραύσης του, τη κατάσταση διατήρησής τους και πιθανές παθολογίες ή σημάδια κοπής, κατεργασίας κ.α. Με τη χρήση βασικών στατιστικών αναλύσεων όλες αυτές οι πληροφορίες φωτίζουν ορισμένες πλευρές των σχέσεων ανθρώπων - ζώων, όπως:
Οι πληροφορίες σχετικά με τη διατήρηση των οστών, χρησιμοποιούνται σαν οδηγός για την ανασύσταση της ταφονομικής ιστορίας* του συνόλου και συχνά της ίδιας της ανασκαπτόμενης θέσης.
Οι βασικές πληροφορίες που προέρχονται από τα ίδια τα κόκαλα συνδυάζονται με άλλες κατηγορίες δεδομένων, όπως σχετικές αρχιτεκτονικές δομές και τέχνεργα, γραπτές πηγές και αναπαραστάσεις στην τέχνη. Αυτά αναλύονται στο φως οικολογικών παρατηρήσεων και εθνογραφικών παραδειγμάτων. Τελικός στόχος είναι η διαμόρφωση μιας εικόνας των αλληλεπιδράσεων ανθρώπων και ζώων στο παρελθόν.
Οι ερμηνείες συνόλων οστών ζώων συνήθως αναφέρονται στο χαρακτήρα του περιβάλλοντος απ΄ όπου προέρχονται τα υπό μελέτη ζώα και στις μεθόδους που ανέπτυξαν οι άνθρωποι για την διαχείριση τους (κυνήγι, κτηνοτροφία, κ.τ.λ.). Ερευνούνται επίσης οι κοινονικό-οικονομικές διαστάσεις των παραπάνω, οι ειδικές χρήσεις των ζώων (π.χ. ζώα θυσίας), καθώς και οι συμβολικές / ιδεολογικές αξίες που επενδύονταν σ΄ αυτά.
*Ταφονομική ιστορία: Αναφέρεται στις διαδικασίες που έχουν επηρεάσει τα κόκκαλα από την στιγμή του θανάτου του ζώου στο οποίο ανήκαν μέχρι την ώρα της μελέτης τους. Εξετάζονται παράγοντες όπως η θραύση, η χώνεψη, και η διάβρωση των οστών από διάφορες αιτίες.
(Από Μινωιτών και Μυκηναίων Γεύσεις)
1. Κατερίνα Αθανασάκη, Αρχαιολογία των Προϊστορικών Τοπίων στη Βόρεια Παράλια Ζώνη του Νομού Ηρακλείου. Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις και Χρήση Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS), Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης (σε εξέλιξη, 2009-).
2. Άθως Αγαπίου, «Γεωπληροφορική στη Διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς», Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Γεωπληροφορικής, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (σε εξέλιξη, 2009-).
3. Sylviane Dederix, The Minoan Funerary Landscape, Universite Catholique de Louvain (UcL) (σε εξέλιξη, 2009).
4. Δημήτρης Αλεξάκης, "Η Συμβολή της Γεωμορφολογίας, με την βοήθεια της Τηλεπισκόπησης και των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, στη Χαρτογράφηση Αρχαιολογικών Θέσεων", Τμήμα Γεωλογίας, Τομέας Φυσικής και Περιβαλλοντικής Γεωγραφίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2003 - 2009).
5. Σοφία Τοπούζη, "Διερεύνηση του Οικιστικού Πλέγματος της Νήσου Ικαρίας κατά την Αρχαιότητα", Tομέας Κλασσικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών (2001 - 2008).
6. Nίκος Παπαδόπουλος, "Ανάπτυξη αλγορίθμων για την τρισδιάστατη αντιστροφή γεωηλεκτρικών δεδομένων που προέρχονται απο αρχαιολογικούς χώρους", Τμήμα Γεωλογίας, Τομέας Γεωφυσικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2003 - 2007).
7. Emanuela de Marco, "Oλοκληρωμένες Μαγνητικές και Αρχαιομαγνητικές Μετρήσεις σε Αρχαιολογικούς Χώρους: Συμβολή στις Καμπύλες Αναφοράς για τον Ελληνικό Χώρο", Τμήμα Γεωλογίας, Τομέας Γεωφυσικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2003 - 2006).
8. Steven Soetens, "Minoan Peak Sanctuaries: Building a Cultural Landscape Model Through a GIS Αpproach". Supervisors & Supporting Institutes: Prof. Jan Driessen - Departement d'archeologie et d'histoire de l'art, Universite Catholique de Louvain (UcL), Belgium & Dr. Apostolos Sarris - Laboratory of Geophysical-Satellite Remote Sensing & Archaeo-environment, Institute of Mediterranean Studies, Foundation for Research and Technology, Hellas (F.O.R.T.H.) (1999 - 2006).
1. Αγαπίου, A., Τοπογραφία θέσεων της ευρύτερης περιοχής Παλαιπάφου, κατά τη 3η και 2η χιλιετία π.Χ. και μελέτη της αστικοποίησης, με την υποστήριξη Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, σε εξέλιξη.
2. Xαριτόπουλος, Ε., Η Ενδοχώρα νότια του Ρεθύμνου κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Μελέτη και αξιολόγηση των Αρχαιολογικών Δεδομένων με Εφαρμογή Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.), Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2009.
3. Παπαδάκη Ε., Ανάλυση Δορυφορικών Εικόνων ASTER για τον Εντοπισμό Ρηγμάτων στη Δυτική Κρήτη, Μεταπτυχιακή Εργασία, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, 2006.
4. Αθανασάκη, Κ., "Αρχαιολογική τεκμηρίωση οινοπαραγωγικών εγκαταστάσεων Κρήτης με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών (GIS).", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
5. Καραμαλίκη, Κ., "Διαχρονική χρήση του χώρου στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
6. Κουριάτη, Κ., "Η οργάνωση του Χώρου και του Τοπίου στην περιοχή Βρόκαστρο Ανατολικής Κρήτης ", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
7. Κατηφόρη, Μ., "Βενετικά Μοναστήρια του Νομού Λασιθίου μέσω GIS", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
8. Ηλβανίδου, Μ., " Χερσαία επικοινωνία και οδικό δίκτυο στην Κρήτη των Ρωμαϊκών Χρόνων ", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
9.Kαλογρίδου, Α., "Δυναμική παράθεση πολυμεσικής πληροφορίας με ακρίβεια GPS στον αρχαιολογικό χώρο. Μια εφαρμογή με τη χρήση επιπαλάμιου υπολογιστή.", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005
10. Σταμάτης, Γ., "Παλαίπαφος Κύπρου: Η Συμβολή των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και των Γεωφυσικών Διασκοπήσεων στη Διερεύνηση της Αρχαιολογικής Τοπογραφίας και Οικιστικής Οργάνωσης της Περιοχής", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2004.
11. Χατζηϊορδάνου, Ε., «Ανάλυση Επικινδυνότητας Αρχαιολογικών Θέσεων του Νομού Λασιθίου Ανατολικής Κρήτης από Γεωλογικά Φαινόμενα με την Χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών και της Τηλεπισκόπησης», Μεταπτυχιακή Εργασία, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, 2004.
12. Τοπούζη, Σ., "Μελέτη του Αμυντικού Δικτύου της Αρχαίας Μαντίνειας, μέσω Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2001.
13. Γκιούρου, Α., "Εφαρμογή Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών για την Διαχείριση των Αρχαιολογικών Μνημείων της Αρχαίας Ιτάνου, Α. Κρήτη", Μεταπτυχιακή Εργασία, ΕΠΕΑΕΚ - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών & Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2001.
14. Aηδονά, Ε., "Mαγνητικές Ιδιότητες Ορυκτών και Εδαφών από Αρχαιολογικές Θέσεις της Ελλάδας", Μεταπτυχιακή Εργασία, Τμήμα Γεωλογίας-Γεωφυσικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1997.
1. Χατζηαθανασίου, Σ., "Διαχρονική παρακολούθηση της δομής του υπεδάφους σε περιοχές απόθεσης αποβλήτων από ελαιοτριβεία με την μέθοδο της γεωηλεκτρικής τομογραφίας", Τμήμα Φυσικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2011.
2. Μπίκας, Μ., «Μελέτη Περιβαλλοντικού Θορύβου στην Πόλη του Ηρακλείου μέσω Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Φεβρουάριος 2010.
3. Μάρκος, Α. & Τσουρούλα, Ι., «Επεξεργασία Γεωφυσικών Μετρήσεων από τον Αρχαιολογικό Χώρο του Ιερού του Ποσειδώνα, Πόρος», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Μάϊος 2007.
4. Κατσούγκρης, Λ. & Κότσιφας, Γ., «Γεωμαγνητικές Έρευνες στην Ευρύτερη περιοχή του Σωρού, Βόλου», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Μάϊος 2007.
5. Δρούλια, Κ-Κ. & Δαμιάνοβιτς, Ουρ., «Μελέτη των Περιβαλλοντικών Συνθηκών στην Ευρύτερη Περιοχή του Λιγνιτικού Πεδίου της Μεγαλόπολης», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Μάϊος 2007.
6. Κιούσης Π. & Μαργώνη, Ι., «Επεξεργασία Μαγνητικών, Ηλεκτρικών και Ηλεκτρομαγνητικών Μετρήσεων από τον Αρχαιολογικό Χώρο του Ίστρου», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Απρίλιος 2007.
7. Βουβάκη, Ε. & Τάσση, Α., «Ανάπτυξη Μοντέλου Χωροθέτησης Περιοχών Απόθεσης Απορριμάτων του Ν. Χανίων», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Απρίλιος 2006.
8. Kαρακούδης, Στ. & Βιδάκη Χ., «Μελέτη των Γεωμορφικών Στοιχείων της Κρήτης με την Εφαρμογή της Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Απρίλιος 2005.
9. Bρέντζου, Κ. & Καμαρατάκης, Ε., «Συνδυασμένη Χρήση GPS και Δορυφορικών Δεδομένων για τη Δημιουργία Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Σεπτέμβριος 2004.
10. Aγγελοπούλου, Ε., «Επεξεργασία Δορυφορικών Εικόνων ASTER για την περιοχή της Κρήτης», Διπλωματική Εργασία, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Παράρτημα Χανίων, Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Δεκέμβριος 2003.
11. Δοξαστάκης Γ. & Κρικέλλης Α., "Επεξεργασία Δορυφορικών Εικόνων με Έμφαση στην Ανάλυση Χαρακτηριστικών Αεροδρομίων", Διπλωματική Εργασία, Σχολή Ικάρων, Τμήμα Ιπταμένων, Απρίλιος 1999.
12. Πουλιούδης Γ., "Γεωφυσική Διασκόπηση στον Αρχαιολογικό Χώρο της Ιτάνου με την Μέθοδο του Υπεδάφειου Ραντάρ", Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, Οκτώβριος 1999.
13. Γκιούρου, Α., "Ανάπτυξη Γεωγραφικού συστήματος Πληροφοριών με την Χρήση Γεωφυσικών και Δορυφορικών Δεδομένων για την Κατασκευή ενός Ηλεκτρονικού Αρχαιολογικού Χάρτη της Αμοργού", Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, 1998.
14. Τριπολιτσιώτης, Α., "Μελέτη και Αξιολόγηση Γεωμετρικών Διορθώσεων Δορυφορικών Εικόνων", Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, 1998.